-
1 στοιχειοθέτηση
[стихиотэтиси] ουσ. θ. (τυπ.) набор,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στοιχειοθέτηση
-
2 набор
набор м 1) η συναρμογή, η πρόσληψη* \набор рабочих η πρόσληψη εργατών 2) полигр. η στοιχειοθέτηση 3) (комплект) η συλλογή* * *м1) η συναρμογή, η πρόσληψηнабо́р рабо́чих — η πρόσληψη εργατών
2) полигр. η στοιχειοθέτηση3) ( комплект) η συλλογή -
3 набор
1. (комплект) το σύνολο, η συλλογήτο σετ (ξεν.)шрифтовый - των γραμμάτων/στοιχείων2. (тлф.) η κλίση 3. мат. η συλλογή 4. полигр. η στοιχειοθέτηση 5. (корпуса судна) οι ενισχύσειςτα ενισχυτικά (του πλοίου)- корпуса судна продольный το διάμηκες σύστημα ενίσχυσης (του πλοίου) б.(высоты) ав. η άνοδος, η αναρρίχηση7. (скорости) (ав., авто) η αύξηση (της ταχύτητας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > набор
-
4 набор
наборм1. (куда-л.) ἡ ἐγγραφή, ἡ εί-σαγωγή (учащихся)! ἡ μίσθωση (рабочих)/ ἡ στρατολογία, ἡ ἐπιστρἀτευση [-ις] (в армию):производить\наборἐγγράφω, είσάγω (в учебное заведение и т. п.) / προσλαμβάνω, μίστώνω (рабочих)·2. (комплект) ἡ συλλογή, τό τακίμι:\набор инструментов τά ἐργαλεία, ἡ συλλογή ἐργαλείων3. полигр. ἡ στοιχειοθέτηση· ◊ \набор слов κούφια λόγια, λόγια χωρίς σημασία. -
5 добрать
-беру, -бершь, παρλθ. χρ. добрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. добранный, βρ: -ран, -а к. -а, -о ρ.σ.μ.1. απομα-ζεύω, αποτελειώνω την περισυλλογή, τη συγκομιδή, τη συγκέντρωση•добрать ягоды αποκαρπολογώ, απομαζεύω τους καρπούς.
2. παίρνω, προσλαμβάνω ώσπου, αποσυμπληρώνω.3. (τυπγρ.) τελειώνω τη στοιχειοθέτηση. -
6 набор
-а α.1. πρόσληψη, μίσθωση•набор рабочих πρόσληψη εργατών•
производить набор προσλαμβάνω, παίρνω.
(στρατ.) στρατολογία.2. σύνθεση, συγκρότηση, συναρμολόγηση. || λήψη, πάρσιμο. || συλλογή, ασορτιμέντο, τακίμι..3. στολίδια, μπιχλιμπίδια.4. στοιχειοθέτηση.5. σκελετός πλοίου.εκφρ.набор слов; – κούφια λόγια;•сапоги с -ом – μπότες πτυχωτές στο λαιμό.
См. также в других словарях:
στοιχειοθέτηση — η, Ν η στοιχειοθεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στοιχειοθετώ. Η λ., στον λόγιο τ. στοιχειοθέτησις, μαρτυρείται από το 1875 στο περιοδικό Όμηρος] … Dictionary of Greek
στοιχειοθέτηση — η στοιχειοθεσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδίκημα — Πράξη ή παράλειψη αντίθετη με τους νομικούς κανόνες, που έχει ως αποτέλεσμα τη βλάβη ή την προσβολή ενός δημόσιου ή ιδιωτικού αγαθού (ζωή, τιμή, περιουσία κλπ. ατόμων, ακεραιότητα, παραβίαση μυστικών κλπ. της χώρας, ασφάλεια του κρατούντος… … Dictionary of Greek
δόλος — Νομικός όρος που στο αστικό δίκαιο συνιστά, μαζί με την αμέλεια, την υπαιτιότητα (πταίσμα), όπου απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης αποζημίωσης. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περίπτωση αθέτησης συμβατικών υποχρεώσεων ή πρόκλησης παράνομης ζημίας … Dictionary of Greek
λινοτυπία — η [λινοτύπης] 1. στοιχειοθέτηση με λινοτυπική μηχανή 2. η λινοτυπική μηχανή … Dictionary of Greek
ιδιώνυμο αδίκημα — Αδίκημα που στοιχειοθετείται ως ιδιαίτερη μορφή ενός άλλου αδικήματος. Για παράδειγμα, το ι.α. της επιταγής αποτελεί ιδιαίτερη μορφή του εγκλήματος της απάτης· αντίστοιχα, η υφαίρεση είναι υπεξαίρεση μεταξύ συγγενών. Ο χαρακτηρισμός ι.α.… … Dictionary of Greek
συνθετήριο — το όργανο τυπογραφικό, όπου γίνεται η τμηματική στοιχειοθέτηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)